λαπάσσει

λαπάσσει
λαπάσσω
empty
pres ind mp 2nd sg
λαπάσσω
empty
pres ind act 3rd sg
λαπάζω
aor subj act 3rd sg (epic)
λαπάζω
fut ind mid 2nd sg (epic)
λαπάζω
fut ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαπάσσω — (AM, Α και λαπάττω) αδειάζω, κενώνω (α. «διάρροιαι... τὴν γαστέρα λαπάσσουσαι», Ιπποκρ. β. «τὰ παρ οὖς λαπάσσει», Ιπποκρ.) μσν. (μτχ. παθ. παρακμ.) λαπαγμένος, η, ον α) κενός β) εξαντλημένος, κουρασμένος αρχ. 1. μαλακώνω, καταπραΰνω 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”